- χυδαΐστής
- οαυτός που γράφει ή μιλάει την ακραία δημοτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χυδαϊστής — ο, Ν (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) οπαδός τής δημοτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαΐζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χυδαϊσταί, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek